σωμεραστία

σωμεραστία
ἡ, Μ [σωμεραστής]
αγάπη για το σώμα, σαρκικός έρωτας («τῷ πάθει τῆς σωμεραστίας ἑάλω», Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”